μελανοδοχείο — το μικρό δοχείο, συνήθως γυάλινο, όπου βάζουμε μελάνι, το καλαμάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βροχίς — (I) βροχίς, η (AM) [βρόχος] παγίδα αρχ. ο ιστός της αράχνης. (II) βροχίς, η (Α) [βροχή] μελανοδοχείο … Dictionary of Greek
ευμέλανος — εὐμέλανος, ον (Α) 1. (για μελανοδοχείο) αυτός που έχει ωραίο μελάνι («τὰν εὐμέλανον βροχίδα», Ανθ. Παλ.) 2. ο μαυρισμένος καλά, ο μελανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μελανός] … Dictionary of Greek
καλαμάρι — (Ζωολ.). Κεφαλόποδο μαλάκιο της οικογένειας των λολιγινιδών, της τάξης των τευθίδων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Loligo vulgaris. Είναι διαδεδομένο στην παράκτια ζώνη όλων των θαλασσών και πλησιάζει τις ακτές για να αποθέσει τα αβγά του… … Dictionary of Greek
καλαμαράς — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τον Άγιο Θωμά του Μονοφατσίου. Πήγε αρχικά στη Σμύρνη για σπουδές και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη της Ρωσίας, όπου σπούδασε φυσικές επιστήμες και ναυτιλιακά.… … Dictionary of Greek
καλαμοθήκη — καλαμοθήκη, ἡ (Α) η θήκη τών καλάμων που χρησιμοποιούνταν για γραφή, καλαμάρι, μελανοδοχείο … Dictionary of Greek
καλλίκλιον — καλλίκλιον, τὸ (Α) το μελανοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caliculus «μικρό κύπελλο»] … Dictionary of Greek
κανίκλειον — κανίκλειον, τὸ (Μ) 1. το μελανοδοχείο τοὺ αυτοκράτορα 2. φρ. «ὁ ἐπὶ τοῡ κανικλείου» ο γραμματέας τού αυτοκράτορα, ο επιμελητής τού βασιλικού καλάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < λατ. caniculum (πρβλ. cubiculum > κουβίκλειον ή κουβούκλειον).… … Dictionary of Greek
μελανδόκος — ον (Α μελανδόχος, ον) αυτός που δέχεται μέσα του μελάνη (α. «κίστην μελανδόκον», Ανθ. Παλ. β. «ἄγγος μελανδόκον», Ανθ. Παλ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελανδόκον μελανοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δοκός και δοχός (< δέχομαι), πρβλ. μηλο… … Dictionary of Greek
μελανδόχιον — μελανδόχιον, τὸ (Α) [μελανδόχον] μελανοδοχείο, καλαμάρι … Dictionary of Greek