μελανοδοχείο

μελανοδοχείο
το (ΑM μελανοδοχεῑον)
μικρό δοχείο που περιέχει μελάνη γραφής, κν. καλαμάρι, και ολόκληρο το σκεύος στο οποίο περιλαμβάνεται και το μελανοδοχείο, κν. καλαμαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνι + δοχείο (πρβλ. σταχτο-δοχείο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μελανοδοχείο — το μικρό δοχείο, συνήθως γυάλινο, όπου βάζουμε μελάνι, το καλαμάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βροχίς — (I) βροχίς, η (AM) [βρόχος] παγίδα αρχ. ο ιστός της αράχνης. (II) βροχίς, η (Α) [βροχή] μελανοδοχείο …   Dictionary of Greek

  • ευμέλανος — εὐμέλανος, ον (Α) 1. (για μελανοδοχείο) αυτός που έχει ωραίο μελάνι («τὰν εὐμέλανον βροχίδα», Ανθ. Παλ.) 2. ο μαυρισμένος καλά, ο μελανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μελανός] …   Dictionary of Greek

  • καλαμάρι — (Ζωολ.). Κεφαλόποδο μαλάκιο της οικογένειας των λολιγινιδών, της τάξης των τευθίδων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Loligo vulgaris. Είναι διαδεδομένο στην παράκτια ζώνη όλων των θαλασσών και πλησιάζει τις ακτές για να αποθέσει τα αβγά του… …   Dictionary of Greek

  • καλαμαράς — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τον Άγιο Θωμά του Μονοφατσίου. Πήγε αρχικά στη Σμύρνη για σπουδές και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη της Ρωσίας, όπου σπούδασε φυσικές επιστήμες και ναυτιλιακά.… …   Dictionary of Greek

  • καλαμοθήκη — καλαμοθήκη, ἡ (Α) η θήκη τών καλάμων που χρησιμοποιούνταν για γραφή, καλαμάρι, μελανοδοχείο …   Dictionary of Greek

  • καλλίκλιον — καλλίκλιον, τὸ (Α) το μελανοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caliculus «μικρό κύπελλο»] …   Dictionary of Greek

  • κανίκλειον — κανίκλειον, τὸ (Μ) 1. το μελανοδοχείο τοὺ αυτοκράτορα 2. φρ. «ὁ ἐπὶ τοῡ κανικλείου» ο γραμματέας τού αυτοκράτορα, ο επιμελητής τού βασιλικού καλάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < λατ. caniculum (πρβλ. cubiculum > κουβίκλειον ή κουβούκλειον).… …   Dictionary of Greek

  • μελανδόκος — ον (Α μελανδόχος, ον) αυτός που δέχεται μέσα του μελάνη (α. «κίστην μελανδόκον», Ανθ. Παλ. β. «ἄγγος μελανδόκον», Ανθ. Παλ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελανδόκον μελανοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δοκός και δοχός (< δέχομαι), πρβλ. μηλο… …   Dictionary of Greek

  • μελανδόχιον — μελανδόχιον, τὸ (Α) [μελανδόχον] μελανοδοχείο, καλαμάρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”